- τραγόπους
- τραγόπουςgoat-footedmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγόπους — ουν, ΝΑ (λόγιος τ.) τραγοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό πους] … Dictionary of Greek
τραγόπουν — τραγόπους goat footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τραγοπόδαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πόδια τράγου, τραγόπους νεοελλ. 1. μυθ. ο θεός Παν 2. (λαογρ.) ο σατανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. ξυλο πόδαρος] … Dictionary of Greek
ՆՈԽԱԶՈՏՆ — ( ) NBH 2 0438 Chronological Sequence: 6c, 13c ա. τραγόπους hircinos pedes habens. Ունօղ զոտս նման ոտից նոխազաց. այծոտն. *Պան (այսինքն ամենայն) կոչեցեալ լինի, զի ʼի բազմաց եղեւ սերմանեալ. արդ զսա աստուած անուանեցին՝ կոչելով նոխազոտն պան. Նոննոս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)